- βολίτινος
- βολίτινος, aus Kot
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βολίτινος — βολίτινος, η, ον (Α) [βόλιτον, ος] ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών … Dictionary of Greek
βολίτινον — βολίτινος of cow dung masc acc sg βολίτινος of cow dung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλιτον — βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α) 1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών 2. φρ. «βολίτου δίκη» δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα… … Dictionary of Greek